- αλλοδαπής
- ἀλλοδαπής, -ές (ΑΜ)ο αλλοδαπός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό τού τ. ἀλλοδαπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλλοδαπῆς — ἀλλοδαπός aliud fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek
APIA — regio ab Api IV. Sicyoniorum Rege appellata, Aegialea antea dicta, nunc Peloponnesus. Homer. Il. 1. v. 270. Τηλόθεν ἐξ Ἀπίης γαίης. Ubi tamen Schol. Ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς καὶ μακρὰν ἀπεχούσης γῆς. Idem. Item, Tellus apud Scythas. Herodot. Melpomene … Hofmann J. Lexicon universale
παντοδαπής — ές, ΜΑ ο παντός είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού παντοδαπός, κατά τα επίθ. σε ής (πρβλ. αλλοδαπής: αλλοδαπός)] … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek